Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

25 Λέξεις # Η συμμετοχή μου

Πολλά συγχαρητήρια στη Μαρία Νικολάου για τη διοργάνωση,στη νικήτρια Memaria
και σε όλους του υπόλοιπους συμμετέχοντες!
Να είμαστε καλά και να συνεχίσουμε να δημιουργούμε!

Και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσες και όσους τίμησαν με την ψήφο τους 
και τη δική μου συμμετοχή:)


Γύρω σκοτάδι
και σκιές που σου θυμίζουν 
τους φόβους σου..
Μα στο βάθος 
το λευκό του φωτός.
Της ζωής.
Εκεί να κρατήσεις 
το βλέμμα σου.


Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Αγάπης φως



Να έρθει ένας ήλιος
Και να 'ναι τόσο ζεστός
Που με μιας να κάψει 
τις καρδιές μας
Από αγάπη!



Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Μια ανάρτηση και μια ευχή για.........

Για αυτούς που νιώθουν πως έχασαν το δρόμο τους.ίσως και τον εαυτό τους.την ταυτότητα τους.
Για αυτούς που κουράστηκαν από τα αδιέξοδα που προβάλλουν στη ζωή τους.
Για αυτούς που νιώθουν μοναξιά στην καρδιά τους.
Για αυτούς που φοβούνται να κάνουν λάθη γιατί δεν μπορούν να συγχωρούν τον εαυτό τους.
Για αυτούς που παλεύουν κάθε μέρα,ώρα και στιγμή να βρουν το δικό τους μονοπάτι και κάθε που βγαίνουν σε λάθος δρόμο απελπίζονται.
Για αυτούς που δεν έμαθαν-ή δεν τους έμαθαν-ποτέ ως τώρα να αγαπούν και να δέχονται το μέσα τους όπως είναι.


Και μια ευχή το αδιέξοδο που βιώνουν τώρα να είναι και το τελευταίο.
Εκείνο που τελικά θα δώσει ο Θεός και θα βγάλει επιτέλους στο λιμάνι της καρδιάς τους που λέγεται γαλήνη.


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Όταν δεν ξέρεις προς τα που να πας...


Όταν  οι επιλογές που σου δίνονται δεν είναι αυτές που θα έκαναν πραγματικά την καρδιά σου να γαληνέψει;
Όταν δεν ξέρεις ποιον δρόμο να πάρεις για να σε βγάλει πιο κοντά στην καρδιά σου;

Εσύ;
Τι κάνεις τότε;



Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Η Επανάσταση του χαμένου μας εαυτού

Έρχεται κάποια μέρα στις ζωές κάποιων ανθρώπων που...
έτσι 'απρόσμενα' απαλλάσσεσαι από το να σε νοιάζει η γνώμη που έχουν οι άλλοι για εσένα.απαλλάσσεσαι από τον αγώνα του  να θέλεις να είσαι αποδεκτός και αγαπητός από τους γύρω σου.απαλλάσσεσαι  και από το να δίνεις περισσότερο από αυτό που αντέχεις.απαλλάσσεσαι σιγά σιγά και από τους φόβους σου γιατί απλά κουράστηκες να φοβάσαι.απαλλάσσεσαι από  την ανάγκη του ότι πρέπει αποδεικνύεις την πραγματική αξία του εαυτού σου στους άλλους αλλά και από το  να διεκδικείς τον σεβασμό τους.

Με λίγα λόγια απαλλάσσεσαι από τον εαυτό που θα ήθελαν οι άλλοι  να έχεις...

Γιατί φτάνει επιτέλους αυτή η ευλογημένη μέρα που ο χαμένος σου εαυτός,αυτός που ήταν αλυσοδεμένος τόσα χρόνια με τις αλυσίδες των φόβων που σου φόρτωσαν κάποιοι (ίσως κι αυτοί άθελα τους..)   επαναστατεί και διεκδικεί την ελευθερία του,την προσωπική του αλήθεια.
Την ελευθερία στο να μπορεί να κάνει λάθη χωρίς να αυτομαστιγώνεται μετά,αλλά να μαθαίνει μέσα από αυτά.να μην έχει ως προτεραίοτητα ότι πρέπει να  αρέσει σε όλους μα πρώτα στον ίδιο του εαυτό.να δίνει ως εκεί που αντέχει κι όχι μέχρι εκεί που θα ήθελαν οι άλλοι.να μάθει να αγαπάει επιτέλους το μέσα του πρώτα από όλους και όλα για να μπορέσει ίσως κάποια μέρα να αγαπήσει αληθινά και τους γύρω του.
Να μπορέσει επιτέλους να κρατήσει από χέρι εκείνο το μικρό πληγωμένο παιδί της καρδιάς του, και να του πει..."από εδώ και πέρα θα είμαστε οι δυο μας και θα ζήσουμε αυτό που πραγματικά είμαστε και μπορούμε στ'αλήθεια.θα αφήσουμε πίσω μας ότι μας πλήγωσε μα και ότι μας τρόμαξε και θα χτίσουμε νέα όνειρα.θα μάθουμε να ζούμε  για μας!"


...και κάπως έτσι θα χορέψουν μαζί το βαλς των χαμένων ονείρων...μα για τελευταία φορά.


*Να θυμάσαι πως κάθε αλλαγή όσο ευχάριστη κι αν είναι,είναι μαζί και επίπονη.
Μην φοβάσαι όμως,ακόμη και μέσα από αυτό θα μάθεις ίσως πως για όλες τις επιλογές στη ζωή μας υπάρχει και ένα τίμημα...και κάθε κάθε φορά που θα ξεπροβάλλουν οι φόβοι σου να μην ξεχνάς να στρέφεις το βλέμμα σου στον ουρανό..και να ζητάς τη φώτιση που Εκείνος ξέρει ότι χρειάζεσαι...κι έτσι ίσως μάθεις να Τον εμπιστεύεσαι πραγματικά.*




Ο αλυσοδεμένος Ελέφαντας
του Χόρχε Μπουκάι

“Οταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μιά αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν ήταν αληθινα μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δεντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.Μα τι τον κρατάει;Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξηγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα-ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φανάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφερει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του ειναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…
———————————————————————————————————————–
Όλοι είμαστε λίγο- πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: “Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.”
“Αυτό σου συμβαίνει. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.

Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή…! “


Ποιος είσαι;
του Χόρχε Μπουκάι

Τη μέρα εκείνη ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως πάντα, στις εφτά τo πρωί. Όπως κάθε μέρα, σύρθηκε με τις παντούφλες του ώς το μπάνιο και, ύστερα από ένα ντους, ξυρίστηκε και αρωματίστηκε. Ντύθηκε με ρούχα της μόδας, όπως συνήθιζε, και κατέβηκε στην είσοδο να πάρει την αλληλογραφία του. Εκεί ένιωσε τη πρώτη έκ­πληξη της ημέρας. Δεν υπήρχαν γράμματα!

Τα τελευταία χρόνια η αλληλογραφία του αυξανόταν διαρκώς, και ήταν σημαντικός παράγοντας για την επαφή του με τον κόσμο. Λίγο κακόκεφος με την είδηση της απουσίας ειδήσεων, έφαγε βιαστικά το συνηθισμένο του πρόγευμα με γάλα και δημητριακά (όπως συνιστούσαν οι γιατροί) και βγήκε στο δρόμο.

Όλα ήταν όπως πάντα: τα συνηθισμένα οχήματα κυκλοφο­ρούσαν στους ίδιους δρόμους και παρήγαγαν τον ίδιο θόρυβο της πόλης που γκρίνιαζε — όπως κάθε μέρα. Διασχίζοντας την πλατεία, έπεσε σχεδόν πάνω στον καθηγητή Εξέρ, έναν παλιό του γνωστό. Συχνά περνούσαν πολλές ώρες μαζί κουβεντιάζοντας άχρηστα μεταφυσικά θέματα. Τον φώναξε με το όνομα του αλλά είχε πια απομακρυνθεί, κι ο Σινκλέρ σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα τον είχε ακούσει. Η μέρα είχε αρχίσει άσχημα και φαινόταν να χει­ροτερεύει με την ανία να απειλεί τη διάθεση του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι, στο διάβασμα και την έρευνα, και να περιμένει τα γράμματα που σίγουρα θα έφταναν πολλαπλάσια, για να αντισταθμίσουν την πρωινή έλλειψη.

Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά και ξύπνησε πολύ νω­ρίς. Κατέβηκε, και ενώ έτρωγε το πρωινό του άρχισε να παρα­κολουθεί από το παράθυρο πότε θα έρθει ο ταχυδρόμος. Όταν, τελικά, τον είδε να στρίβει στη γωνία, η καρδιά του χοροπήδησε. Ωστόσο, ο ταχυδρόμος πέρασε μπροστά από το σπίτι του χωρίς να σταθεί. Ο Σινκλέρ βγήκε και τον φώναξε για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν γράμματα γι’ αυτόν. Ο ταχυδρόμος τον διαβεβαίω­σε ότι δεν είχε τίποτα στο σάκο του για το σπίτι εκείνο κι ότι δεν υπήρχε καμία απεργία στα ταχυδρομεία, ούτε προβλήματα στη διανομή της αλληλογραφίας.

Αντί να τον καθησυχάσει, αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισ­σότερο. Κάτι συνέβαινε κι έπρεπε να βρει τι. Φόρεσε ένα σακάκι και πήγε στο σπίτι του φίλου του, του Μάριο.

Μόλις έφτασε, είπε στον μπάτλερ να τον αναγγείλει και πε­ρίμενε στο σαλόνι. Ο φίλος του δεν άργησε να φανεί. Ο Σινκλέρ πήγε να τον αγκαλιάσει, όμως, εκείνος περιορίστηκε να ρωτήσει:

«Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;»

Ο άνθρωπος νόμισε ότι πρόκειται γι’ αστείο και γέλασε με το ζόρι ζητώντας από το φίλο του να του βάλει ένα ποτό. Το απο­τέλεσμα ήταν τρομακτικό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κάλεσε τον μπάτλερ και τον πρόσταξε να πετάξει έξω τον άγνωστο. Ο Σιν­κλέρ τότε παραφρόνησε κι άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, προ­καλώντας ακόμα περισσότερο τον γεροδεμένο υπηρέτη που τον έσπρωξε με βία στο δρόμο…

Πηγαίνοντας προς το σπίτι του συνάντησε διάφορους γείτο­νες που τον αγνόησαν ή του φέρθηκαν σαν να μην τον γνώριζαν.

Μια ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό: υπήρχε κάποια συ­νωμοσία εναντίον του κι αυτός είχε διαπράξει κάποιο περίεργο λάθος ενάντια στην κοινωνία που τώρα τον απέρριπτε, ενώ πριν από λίγες ώρες τον εκτιμούσε. Ωστόσο, όσο κι αν συλλογιζόταν, δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα γεγονός που να μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό, πόσο μάλλον κάτι που να είχε ενοχλήσει ολόκληρη την πόλη.

Άλλες δύο μέρες έμεινε στο σπίτι του περιμένοντας την αλ­ληλογραφία που δεν έφτασε. Λαχταρούσε την επίσκεψη κάποιου φίλου του που, παραξενεμένος από την απουσία του, θα του χτυ­πούσε την πόρτα για να μάθει τι κάνει. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη. Κανένας δεν ήρθε στο σπίτι του. Η καθαρίστρια έλειψε δίχως να τον ειδοποιήσει και το τηλέφωνο του έπαψε να λειτουργεί.

Ενθαρρυμένος από ένα ποτηράκι παραπάνω, την πέμπτη νύχτα ο Σινκλέρ αποφάσισε να πάει στο μπαρ όπου συναντούσε πάντοτε τους φίλους του για να πουν τις καθημερινές ανοησίες. Μόλις μπήκε τους είδε, όπως πάντα, στο τραπέζι της γωνίας που τους άρεσε. Ο χοντρός Χανς έλεγε το ίδιο καλαμπούρι κι οι άλλοι γελούσαν, όπως συνήθως. Ο Σινκλέρ πήρε μια καρέκλα και κάθι­σε. Αμέσως, έπεσε νεκρική σιγή που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητος ήταν ο νεοφερμένος. Ο Σινκλέρ δεν άντεξε άλλο.

«Μπορώ να μάθω τι έχετε πάθει όλοι μαζί μου; Αν έκανα κάτι που σας ενόχλησε, ας μου το πείτε επιτέλους για να τελειώνουμε. Μη μου φέρεστε όμως έτσι, γιατί κοντεύω να τρελαθώ.»

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Άλλοι γελούσαν κι άλλοι είχαν θυμώ­σει. Ο ένας έβγαλε διάγνωση για τον νεοφερμένο στηρίζοντας το δείκτη του στα μηνίγγια του. Ο Σινκλέρ ζήτησε πάλι μια εξήγηση, ύστερα παρακάλεσε, και τέλος έπεσε στο πάτωμα ικετεύοντας να του πουν γιατί του τα έκαναν όλα αυτά.

Μόνο ένας αποφάσισε να του απευθύνει το λόγο:

«Κύριε, κανένας από εμάς δεν σας γνωρίζει. Δεν μας έχετε κάνει τίποτα. Αλήθεια, ούτε που ξέρουμε ποιος είστε.»

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και βγήκε από το μαγαζί. Έσυρε το κορμί του ώς το σπίτι του. Κάθε του πόδι ζύγιζε έναν τόνο.

Έφτασε στην κάμαρα του κι έπεσε στο κρεβάτι. Χωρίς να ξέ­ρει ούτε γιατί ούτε πώς, έγινε ένας ξένος, ένας απών. Δεν υπήρχε πια στις ατζέντες των ανθρώπων με τους οποίους αλληλογρα­φούσε, είχε σβηστεί από τη μνήμη των γνωστών του κι είχε χάσει τους φίλους του. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια σκέψη σαν σφυ-ροκόπημα: ήταν η ερώτηση που του έκαναν οι άλλοι κι άρχιζε να κάνει και ο ίδιος: «Ποιος είσαι;»

Ήξερε, αλήθεια, να απαντήσει στην ερώτηση αυτή; Γνώριζε το όνομα του, τη διεύθυνση του, τι νούμερο πουκάμισο φορού­σε, τον αριθμό της ταυτότητας του και διάφορα άλλα στοιχεία που τον προσδιόριζαν. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ποιος ήταν αληθινά, εσωτερικά και βαθιά; Εκείνες οι προτιμήσεις και συμπεριφορές, οι τάσεις και οι απόψεις, ήταν πράγματι δικές του; Ή, όπως τόσα άλλα, ήταν απλώς μια προσπάθεια να μην απογοητεύσει τους άλ­λους που περίμεναν να είναι όπως ήταν; Κάτι άρχιζε να ξεκαθαρί­ζει μέσα του. Εφόσον ήταν άγνωστος, απελευθερωνόταν από την υποχρέωση να είναι κάτι συγκεκριμένο. Όπως κι αν ήταν, τίποτα δεν θα άλλαζε στην απάντηση που του έδιναν οι άλλοι. Για πρώτη φορά, ύστερα από αρκετές μέρες, ανακάλυψε κάτι που τον ηρέ­μησε. Βρισκόταν σε μια κατάσταση που του επέτρεπε να ενεργεί όπως ήθελε, χωρίς καν να ζητάει την έγκριση του κόσμου.

Πήρε βαθιά ανάσα και ένιωσε λες και νέος αέρας είχε μπει στα πνευμόνια του. Κατάλαβε ότι το αίμα κυκλοφορούσε στις φλέβες του, αντιλήφθηκε το χτύπο της καρδιάς του και ξαφνιά­στηκε που, για πρώτη φορά,

Δεν Ετρεμε.

Τώρα που, επιτέλους, ήξερε ότι ήταν μόνος, όπως ήταν πάντα, ότι είχε μονάχα τον εαυτό του, τώρα μπορούσε να κλάψει ή να γελά­σει… Όμως, για τον εαυτό του, όχι για τους άλλους. Τώρα, επιτέ­λους, το ήξερε:

Η Υπαρξη του Δεν Εξαρτιόταν απο τους Αλλους.

Είχε ανακαλύψει ότι έπρεπε να μείνει ολομόναχος για να μπορέσει να βρει τον εαυτό του…

Κοιμήθηκε ήρεμα και βαθιά κι είδε όμορφα όνειρα.

Ξύπνησε στις δέκα το πρωί, ανακαλύπτοντας ότι μια ηλιαχτί­δα έμπαινε εκείνη την ώρα από το παράθυρο και φώτιζε θαυμά­σια το δωμάτιο του.

Δίχως να κάνει μπάνιο, κατέβηκε τις σκάλες τραγουδώντας ένα τραγούδι που ποτέ δεν είχε ακούσει. Κάτω από την πόρτα κάτι βρήκε. Αναρίθμητα γράμματα που απευθύνονταν σ’ εκείνον.

Η κυρία που καθάριζε βρισκόταν ήδη στην κουζίνα και τον χαιρετούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Και το βράδυ, στο μπαρ, κανένας δεν έδειχνε να θυμάται εκείνη την παράξενη νύχτα τρέλας. Τουλάχιστον, κανένας δεν κα­ταδέχτηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.


Όλα είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά… εκτός από εκείνον, ευτυχώς, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα χρειαζόταν να παρακαλέσει κανέναν άλ­λον να τον κοιτάξει για να μάθει αν ήταν ζωντανός, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ζητούσε από τους άλλους να τον προσ­διορίσουν, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ένιωθε φόβο μήπως τον απορρίψουν.  Όλα ήταν ίδια, εκτός από αυτόν τον άνθρωπο που ποτέ πια δεν θα ξεχνούσε ποιος ήταν.